Μαρκ, Φραντς

Μαρκ, Φραντς
(Franz Marc, 1880 – 1916). Γερμανός ζωγράφος. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στο Μόναχο. Ο πατέρας του ήταν αγιογράφος και ο ίδιος επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τη γαλλική ζωγραφική, από τον μετα-ιμπρεσιονισμό καθώς και από τον ορφικό κυβισμό του Ντελονέ. Μαζί με τον Καντίνσκι, υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του κινήματος Μπλάουε Ράιτερ (Der Blaue Reiter = Γαλάζιος καβαλάρης) αλλά η δική του οπτική διαφέρει από εκείνη του Ρώσου ζωγράφου, καθώς τα έργα του Μ. διακρίνονται για την έντονη θρησκευτικότητά τους. Στους πίνακές του απεικονίζει σχεδόν αποκλειστικά ζώα, τα οποία μετέχουν με ενστικτώδη αμεσότητα στους νόμους της παγκόσμιας αρμονίας που ρυθμίζουν τη δημιουργία και αποτελούν σύμβολα κοινωνίας και ειρήνης, αλήθειας και ταπεινότητας. Ο Μ. μελέτησε προσεκτικά τις κινήσεις τους, με σκοπό να ανακαλύψει την ουσιώδη μορφή με την οποία θα μπορούσε να αποτυπώσει συνθετικά την αθωότητα και την ευγένεια τους. «Ελάφια στο δάσος», πίνακας του Γερμανού ζωγράφου Φραντς Μαρκ (Κρατική Πινακοθήκη, Καρλσρούη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • Μπλάουερ Ράιτερ — (γερμ. Blauer Reiter = Γαλάζιος Καβαλάρης). Καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γερμανία το 1911 με πρωταγωνιστές τους Βασίλι Καντίνσκι και Φραντς Μαρκ και έτεινε ουσιαστικά στη σύνθεση των τεχνών. Στο κίνημα προσχώρησαν ο Άουγκουστ Μάκε, ο… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • άμορφη τέχνη — Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Κλέε, Πάουλ — (Paul Κlee, Μίνχεμπουχζεε, Βέρνη 1879 – Μουράλτο, Λοκάρνο 1940). Ελβετός ζωγράφος. Συγκαταλέγεται μεταξύ των πρωτοπόρων της μοντέρνας ζωγραφικής. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τις λεπτές και ενίοτε ειρωνικές μορφές της ζωγραφικής και των σχεδίων …   Dictionary of Greek

  • Φάινινγκερ, Λάιονελ — (Feininger, Νέα Υόρκη 1871 – 1956). Αμερικανός ζωγράφος. Ανήκε σε οικογένεια μουσικών γερμανικής καταγωγής και το 1887 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη. Η ζωγραφική δραστηριότητά του, που άρχισε το 1907, διαμορφώθηκε μεταξύ του 1909 και του 1913 στο… …   Dictionary of Greek

  • Χάρτουνγκ, Χανς — (Hartung, Λειψία 1904). Γερμανός ζωγράφος. Σπούδασε στις Ακαδημίες Καλών Τεχνών της Βασιλείας, της Λειψίας και της Δρέσδης, αλλά, περισσότερο από τις σχολές, τον καλλιτεχνικό προσανατολισμό του επηρέασαν οι εξπρεσιονιστές Φραντς Μαρκ και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”